- ὀρυζίτης
- ὀρυζ-ίτης [pron. full] [ῑ] πλακοῦς, ὁ,A rice-cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορυζίτης — ὀρυζίτης, ὁ (Α) φρ. «ὀρυζίτης πλακοῡς» πίτα από ρύζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρυζα + επίθημα ίτης (πρβλ. οροβ ίτης)] … Dictionary of Greek
ὀρυζίτης — ὀρυζί̱της , ὀρυζίτης rice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek